πεζός,
-ή, -ό, επίθ.
[<αρχ. πεζός], πεζός. 1. που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που
επαναλαμβάνεται μονότονα, ο συνηθισμένος, ο τετριμμένος: «είναι ένας
συνηθισμένος άνθρωπος με πεζά ενδιαφέροντα». 2. το ουδ. ως ουσ. το
πεζό, λογοτεχνικό κείμενο που είναι γραμμένο σε πεζό λόγο: «είναι
συγγραφέας που ασχολείται μόνο με το πεζό». 3. (στην τυπογραφία) το
καθένα από τα γράμματα της αλφαβήτου που γράφεται μικρό (α, β, γ..., κ, λ,
μ...): «το πρώτο γράμμα του ονόματός του το έγραψε κεφαλαίο και τα υπόλοιπα τα
έγραψε πεζά». Συνών. μικρό. Αντίθ. κεφαλαίο / μεγάλο. Επίρρ. πεζά·
- η
αρρώστια καβάλα έρχεται και πεζή φεύγει, βλ. λ. αρρώστια·
- πεζή
ζωή, βλ. λ. ζωή·
- πεζός
άνθρωπος, βλ. λ. πεζός·
-
χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα
ξεπεζέψεις, βλ. λ. χαιρετώ.